- μίσητρον
- μίσητρον, τὸ (Α)βλ. μίσηθρον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίσητρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισήτρων — μίσητρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσητρα — μίσητρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσηθρον — και μίσητρον, τὸ (Α) μαγικό μέσο το οποίο εγείρει μίσος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κατάλ. θρον/τρον (πρβλ. στέργ ηθρον)] … Dictionary of Greek